- κινδυνολογία
- felaket tellallığı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κινδυνολογία — η [κινδυνολογώ] η κατά κόρον αναφορά και επισήμανση ανύπαρκτων στην πραγματικότητα κινδύνων ή η μεγαλοποίηση υπαρκτών κινδύνων («η μία παράταξη κατηγορεί την άλλη για κινδυνολογία») … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κινδυνολογώ — ( είς, εί κτλ.), κινδυνολόγησα, δημιουργώ ανησυχία ομιλώντας διαρκώς για κινδύνους (συνήθως ανύπαρκτους), επισείω κινδύνους. Oυσ. κινδυνολογία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)